- сердце
- -а, πλθ. сердца, -дец, -дцамουδ.1. η καρδιά•
сердце бьтся η καρδιά χτυπά•
порок –а ελλάττωμα της καρδιάς•
болезни -а καρδιακές παθήσεις•
биение -а ο παλμός (χτύπος) της καρδιάς, καρδιοχτύπι.
2. έδρα συναισθημάτων κ. παθών•сердце радуется η καρδιά χαίρεται (αγαλιάζει)•
я всё сказал, что было на -е όλα τα είπα, ό,τι είχα στην καρδιά (μέσα μου).
3. θυμός, οργή, εξόργιση.4. κέντρο•афины сердце - Греции η Αθήνα είναι η καρδιά της Ελλάδας.
εκφρ.в -ах – στο θυμό, στην οργή, όντας θυμωμένος, οργισμένος•от всего -а – μ όλη μου την καρδιά (ολόψυχα)•по -у ή по -у – κατά το γούστο, όπως αρέσει•с открытым -ем – ανοιχτόκαρδα, ειλικρινέστατα•с чистым -ем – με καθαρή την καρδιά (ειλικρινέστατα)•всем -ем – ολόκαρδα•сердце моё! – (επιφώνημα)• καρδούλα μου!•сердце болит (щемит, ноет, сжалось) – η καρδιά πονά, πιέζει, σφίγγει (από φόβο, θλίψη)•сердце падает (оборвалось или дрогнуло) у меня – μου κόπηκε η καρδιά μου ή το αίμα μου (τρόμαξα, ξαφνιάστηκα)•держать или иметь сердце на кого – κρατώ, έχω γινάτι για κάποιον•разбить сердце чь – συντρίβω την καρδιά κάποιου (καταθλίβω)•сорвать сердце на ком – ξεσπώ σε θυμό κατά κάποιου•брать (взять,хватать) за сердце – συναρπάζω, καταγοητεύω, εντυπωσιάζω πολύ, αιχμαλωτίζω, συγκινώ•принять (близко) к -у – συμπαθώ, πονώ, ενδιαφέρομαι, (τον, την κλπ.) έχω στην καρόιά μου•отлегло от -а – ξαλάφρωσε η καρδιά (από φόβο, ανησυχία, ταραχή).
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.